Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Η ζωή τρέχει



Η ζωή τρέχει

Έλα.. μου έγνεψε χαμογελώντας... κάνε γρήγορα...

Τα όμορφα πράγματα στη ζωή κρατούν όσο η βροχή μέσα στα δαχτυλά μου..

Αν αρνηθείς, είναι βρισιά.. Δεν χρειάζεται σκέψη...

Δεν σου ταιριάζουν οι δισταγμοί.. Ξέρω τι ψάχνεις...Ξέρω που πας...

Ψηλάφησα τα ίχνη από τα βήματα σου μια νύχτα που είχε ολόγιομο φεγγάρι...

Έχω κρυμμένη στα στήθια μου την έκρηξη που θα διαλύσει τα κύτταρα σου

και θα σε σκορπίσει στον ουρανό...

Κοίταξε με!

Είμαι ένα κόκκινο πλατανόφυλλο σ' ένα ποτάμι ορμητικό...

Αν κυνηγάς τα όνειρα, πέσε μέσα να με πιάσεις..

Αν δεν το κάμεις, αν φοβηθείς, δεν είσαι για μένα..


Φύγε... Δε σε συνάντησα ποτέ...
You might also like:

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Μήπως γελάς όταν θυμάσαι..;


Παρασκευή, 21 Ιουνίου 2013


Τα Μονοπάτια μου

Μήπως γελάς όταν θυμάσαι..;
 
Που να τα δω τα μάτια σου
που τα 'χω χάσει χρόνια
μέσα στα σύννεφα του χθες
και σε θολά σεντόνια

Που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
με ποιον κοιμάσαι και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
άραγε τώρα να με θυμάσαι

Πόσο σε θέλω μάτια μου
μα πως να σου μιλήσω
ψάχνω στα μονοπάτια μου
μα εσένα δεν σε βρίσκω

Που να 'σαι αγάπη μου, που να 'σαι
ποιον αγαπάς και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
μήπως γελάς όταν θυμάσαι

Που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
με ποιον κοιμάσαι και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
άραγε τώρα να με θυμάσαι

Ήπια τ'αθάνατο νερό
απ'την πηγή της λήθης
κι όλο και περισσότερο
αρχίζεις να μου λείπεις

Που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
ποιον αγαπάς και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
μήπως λυπάσαι όταν θυμάσαι

Που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
με ποιον κοιμάσαι και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
άραγε τώρα να με θυμάσαι
Πάρης Παπαδόπουλος
Πόσο σε θέλω μάτια μου
μα πως να σου μιλήσω
ψάχνω στα μονοπάτια μου
μα εσένα δεν σε βρίσκω

Που να 'σαι αγάπη μου, που να 'σαι
ποιον αγαπάς και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
μήπως γελάς όταν θυμάσαι

Που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
με ποιον κοιμάσαι και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
άραγε τώρα να με θυμάσαι

Ήπια τ'αθάνατο νερό
απ'την πηγή της λήθης
κι όλο και περισσότερο
αρχίζεις να μου λείπεις

Που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
ποιον αγαπάς και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
μήπως λυπάσαι όταν θυμάσαι

Που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
με ποιον κοιμάσαι και ποιον φοβάσαι
που να 'σαι αγάπη μου , που να 'σαι
άραγε τώρα να με θυμάσαι
Πάρης Παπαδόπουλος

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Απόψε μιλήσαμε επιπλέοντας

Απόψε μιλήσαμε επιπλέοντας







Κενοφωτεί το φεγγάρι και οι ουρανοί ξεχασμένοι αποσιωπούνται. Οι φωνές των πουλιών αντάμωση μαρτυρούν. Των φύλλων το θρόισμα ακυρώνει τις μεγάλες αποστάσεις. Εκεί όπου ραγίζονται τα βήματα. Εκεί που κανένα τώρα δεν συνθέτει το παρόν.
Μεταξύ θάλασσας και ουρανού, αναπνοές. Μεταξύ εισπνοής και εκπνοής, χρώματα και σκιές - όλα εκεί, ανέπαφα. Προσκεκλημένα και συγχρόνως ανεπιθύμητα. Ανακυκλώνονται μαζεύοντας σπαράγματα φωτός. Κανένα άθροισμα δεν δηλώνει ήλιο κανένα. Πώς να ξεδιψάσεις από ποτάμι θολό; Πώς να κατανεμηθείς και ολόκληρος να μείνεις;
Μια πόρτα σιδερένια, μισάνοιχτη. Δεντράκια δυο, το ένα φυλλοβόλο το άλλο αειθαλές˙ εκ τύχης. Καρέκλα, τραπέζι, πιάτο, μήλο. Δυο κουβέντες, κάτω πεσμένες˙ ακίνητες. Βήματα πήλινα. Ούτε μικρά, ούτε προσεκτικά. Χέρια ξύλινα. Χέρια κλαδιά. Μακριά και άδεια. Ξαφνικά ένα δέντρο σηκώθηκε από το στήθος. Ένα πυκνό, ανήμερο δέντρο. Ρίζες βαθιές μέσα στο χώμα, αιώνες τώρα. Ανήμερο δέντρο με ρίζες βαθιές.Υποκύπτουν οι ρίζες με δέος˙ άλλοτε στην αντάρα και άλλοτε στο φτερούγισμα της νύχτας. Πίσω από το χάρτινο κήπο. Πίσω από το χάρτινο πρόσωπο. Θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες. Βιάστηκε ο φακός να κλείσει κι έμεινε το χαμόγελο μετέωρο. Ημέρες θρυμματισμένες. Αναμονές που ρίχνονται στις ρωγμές του ανέμου. Βουή δια πυρός και σιδήρου, οι μέρες.Αναποδογυρίζουν μπουκάλια. Τρέχει το διαφανές υγρό με ορμή στο στόμιο˙ καίει οισοφάγους˙ περνά από οξυγόνα αναπνοές˙ κυλά πάνω σε καρδιές˙ τσούζουν πληγές ξαναματώνουν γδέρνουν ιστούς˙ αποσυνθέτουν. Στο στομάχι σπαθιά κατεβαίνουν˙ στους νευρώνες χορεύουν επιθέσεις. Άμυνες παραλύουν και λογικές. Περπατάνε αναθυμιάσεις στα ημισφαίρια του εγκεφάλου.
Πόσος καιρός λοιπόν και πόσες λέξεις…
Απόψε μιλήσαμε επιπλέοντας.










Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Αγκαλιά


Αγκαλιά



















Μπορώ με μια αγκαλιά να σε κάνω

να νιώθεις το χαμόγελό σου;
Να σε κάνω να πετάς πάνω από τα κύματα;
Μπορώ μ' ένα χάδι να πάρω την μοναξιά σου
στα χέρια μου και να την λατρέψω;
Με μια λέξη να διώξω τα σκοτάδια σου;
Μπορώ μ' ένα τραγούδι να σε ταξιδέψω;
Να πιω τα δάκρυά σου, μέχρι να στερέψουν;
Μπορώ με μια σκέψη
να ξεριζώσω όλα τα αγκάθια από το μυαλό σου
και να κάνω να φυτρώσουν όμορφα λουλούδια;
Με μια ματιά μου να βγαίνει το ουράνιο τόξο;
Μπορώ με λίγη τρυφερότητα να διώξω την κούρασή σου;
Με μια ανάσα να γεμίσω το κενό σου με την αγάπη μου;
Μπορώ μ' ένα φιλί να σου πάρω τον πόνο;
Να είμαι κοντά σου;
MIPS

Διάλογος με τον θάνατο


ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


Σ΄αγάπησα και σ' αγαπώ


Σ΄αγάπησα και σ' αγαπώ

















Δεν μπόρεσε η λήθη να σβήσει την πανσέληνο  μέσ’ απ’ τα μάτια σου. Σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ.
Κι αν γύρω από το στήθος σου και στο λαιμό τυλίχτηκα, είναι για να μπορώ να βλέπω σαν ξύνω με τα χείλη μου το φως.

ανάγερτος

απ’ τη ζωή μεθάς


απ’ τη ζωή μεθάς





















Πρόλαβες, ήρθες.
Λίγο πριν να χαθεί ο ήλιος μεσ’ στο δάκρυ σου.
Μαχαίρι που κόβει το ψωμί το βλέμμα σου. Καυτό σαν έρωτας, κρύο να σε χορταίνει.
Ήρθες τη μέρα που τα πουλιά πετούσαν χαμηλά και το σκυλί ανήσυχο στα πόδια μου τριβόταν.
Στα χείλη κόκκινο κρασί και συ μαζί μου.
Ήρθες και έμεινες για να μεθύσεις τη ζωή μου.
Γιατί γλυκέ μου θάνατε, απ’ τη ζωή μεθάς˙ το ποτό είναι μονάχα να ξεχνάς.

ανάγερτος

Αιώνια ανθοφορία


Αιώνια ανθοφορία

foto paint Tomasz Rut














Τα αρχέγονα τα πάθη σου δεσμεύεις στην αταραξία της ψυχής σου σαν τις υγρές φλούδες των δένδρων που κρατούν φυλακισμένους τους χυμούς της ουράνιας έκρηξης. Απόλυτο και συνεχές στο χρόνο μαρτύριο, τιμωρός του πρώτου αμαρτήματος , διέρρηξε τον ομφάλιο λώρο με τον τραγικό δυνάστη σου και δημιούργησε ζωή απ’ τη ζωή σου μέσα στη μήτρα της φλεγόμενης πεταλούδας.
Δεν είναι το κεντρί μήτε η ξηρασία. Η βροχή και η τροφή της μέλισσας είναι η  αιώνια ανθοφορία.

ανάγερτος

Θρήνος στην ακροκέραμο


Τετάρτη, 6 Μαρτίου 2013

Θρήνος στην ακροκέραμο

foto paint Nicoletta Tomas Caravia














Θρήνος στην ακροκέραμο
Μια χούφτα σκλάβες συλλαβές
πυροδοτούν το αδιέξοδο
μέσα σε δίνες κυκλικές
χωρίς αρχή και τέλος
Τα κύματα δονούν τις ενοχές
και τα φιλιά φρουροί ακοίμητοι
διψούν σε χώρα δίχως μέλλον
Βροχή οι αναμνήσεις μας
ποδηγετούν το Αύριο
Γράφεις, γελάς, πουλάς,
Δεν αγοράζεις
Ότι κρατάς μονάδα φάλτσα
Όλο τ’ ασήμι κι ο χρυσός τα μάτια σου
Δεν αγοράζεται η χαρά με κάλπικες αστροβολές
κι ο έρωτας σαν γεννηθεί,
παιδί δικό σου…

ανάγερτος

Τον έρωτα που ντύθηκε γυναίκα...


παρασκευή, 8 Μαρτίου 2013

Τον έρωτα που ντύθηκε γυναίκα...













Σαν στρατιώτες στην πρώτη τη γραμμή, μία ανάπαυλα μικρή τον έρωτα να υμνήσουμε μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ένα φιλί στα χείλη και μουσική…
Τον έρωτα, σαν σήμερα που ντύθηκε γυναίκα, για να χαρίσει στη ζωή το πάθος, την απόλαυση, το βάθος, την πληγή, την ομορφιά, την τρικυμία,
τη δύναμη και την ορμή, τη φλόγα και την έκρηξη για να γυρίζει η γη.

ανάγερτος

Πως σκορπάει το σκοτάδι


Πως σκορπάει το σκοτάδι

foto filonoi pontou















Υγρό κελί
κι η λησμονιά δραπέτης
απλώνει φως
στου δειλινού τα χρώματα
Στο κίτρινο της λύπης,
το κόκκινο
σαν ακροβάτης του γκρεμού
ματώνει μέσ’ στα χέρια σου
Ίδιος ο δρόμος
Χωρίς ονόματα και διευθύνσεις πια
Ένα μηδέν ο αριθμός και ο καρπός
μια ζωή να χάνεται
μεσ’ στων χειλιών το άργησες
Δυο μάτια μοίρα
Το ένα φεγγάρια, το άλλο βροχή
γυρεύουν τη μέρα
Χωρίς αστέρια, χωρίς δυο χέρια
πως σκορπάει το σκοτάδι
όταν καίγεται η καρδιά!

ανάγερτος

Κομμένος λαιμός


Παρασκευή, 22 Μαρτίου 2013

Κομμένος λαιμός

foto paint alfred_araujo_santoyo

ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ ΠΕΝΤΕ ή έξι χρονών, υπήρξα θύμα μιας επίθεσης. Θέλω να πω ότι υποβλήθηκα σε μία εγχείρηση μέσα στο λαιμό, που συνίστατο στο να μου αφαιρέσουνε κρεατάκια. Η επέμβαση έλαβε χώρα με έναν πολύ βάναυσο τρόπο, δίχως να με κοιμίσουν. Το πρώτο σφάλμα των γονιών μου ήταν ότι με πήγαν στο χειρουργείο χωρίς να μου πούνε πού με πήγαιναν. Εάν η μνήμη μου δεν με απατά, φανταζόμουνα ότι πηγαίναμε στο τσίρκο. Απείχα λοιπόν πολύ από το να προβλέψω τη μακάβρια έκπληξη που μου επιφύλασσε ο οικογενειακός γερο-γιατρός, που υποστήριζε τον χειρουργό. Όλα αυτά εξελίχτηκαν με ακρίβεια, σαν μια προσχεδιασμένη επιχείρηση, και είχα το συναίσθημα ότι με είχανε παρασύρει σε μια βδελυρή απαγωγή. Ιδού πώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα: αφήνοντας τους γονείς μου στην αίθουσα αναμονής, ο γερο-γιατρός με οδήγησε στον χειρουργό, που βρισκόταν σ' ένα άλλο δωμάτιο, με μεγάλη μαύρη γενειάδα και λευκή μπλούζα (αυτή είναι, τουλάχιστον, η εικόνα του δράκου που έχω συγκρατήσει). Διέκρινα κοφτερά εργαλεία και σίγουρα θα φαινόμουνα τρομοκρατημένος, γιατί παίρνοντάς με στα γόνατά του ο γερο-γιατρός, μου είπε για να με καθησυχάσει: «Έλα μικρουλάκο μου! Θα παίξουμε ότι μαγειρεύουμε». Από εκείνη τη στιγμή δεν θυμάμαι τίποτα άλλο εκτός από την αιφνιδιαστική επίθεση του χειρουργού που έχωσε ένα εργαλείο μέσα στο λαιμό μου, τον πόνο που ένιωσα και την κραυγή ζώου που ξεκοιλιάζουν, που άφησα. Η μητέρα μου που με άκουσε από δίπλα τρομοκρατήθηκε.
Μέσα στο αμάξι που γυρίζαμε, δεν είπα ούτε λέξη. Το σοκ ήτανε τόσο ισχυρό που επί είκοσι τέσσερις ώρες στάθηκε αδύνατο να μου αποσπάσουνε λέξη. Η μητέρα μου, τελείως χαμένη, αναρωτιότανε μήπως είχα μουγγαθεί. Τα μόνα που θυμάμαι από την περίοδο που ακολούθησε αμέσως μετά την εγχείρηση, είναι η επιστροφή με άμαξα, οι άκαρπες προσπάθειες των γονιών μου να με κάνουν να μιλήσω και μετά, στο σπίτι: τη μητέρα μου να με κρατάει στην αγκαλιά της μπροστά στο τζάκι του σαλονιού, τις γρανίτες που μου δίνανε να καταπίνω, το αίμα που πολλές φορές έφτυνα και που το μπέρδευα με το χρώμα της φράουλας της γρανίτας.
Η ανάμνηση αυτή είναι νομίζω η πιο οδυνηρή της παιδικής μου ηλικίας. Όχι μονάχα δεν καταλάβαινα γιατί με είχανε πονέσει τόσο, αλλά είχα την εντύπωση μιας εξαπάτησης, μιας παγίδας, μιας αποτρόπαιας δολιότητας εκ μέρους των μεγάλων, που δεν με είχανε καλοπιάσει παρά μόνο για να επιδοθούν στην πιο θηριώδη βία πάνω μου. Όλη η εντύπωσή μου για τη ζωή έχει σημαδευτεί από αυτό: ο κόσμος, γεμάτος παγίδες, δεν είναι παρά μια αχανής φυλακή ή ένα χειρουργικό δωμάτιο. Δεν βρίσκομαι στη γη παρά για να είμαι μια σάρκα για τους γιατρούς, σάρκα για τα κανόνια, σάρκα για το φέρετρο. Καθώς και η δόλια υπόσχεση να με πάνε στο τσίρκο ή να παίξουμε ότι μαγειρεύουμε, ό, τι το πιο ευχάριστο θα μπορούσε να μου συμβεί, δεν είναι παρά ένα δόλωμα, ένας τρόπος να μου χρυσώσουν το χάπι για να με οδηγήσουνε με μεγαλύτερη σιγουριά στο σφαγείο όπου, αργά ή γρήγορα, οφείλω να οδηγηθώ.

Μισέλ Λεϊρίς

απόγνωση


απόγνωση

foto paint Gioacchino Assereto (Tantalus)




Γάζωσαν σφαίρες το ζωνάρι της απόγνωσης. Τις τρύπες πως να κλείσεις πια με δίχως δέρμα, τώρα που και αυτό που απέμεινε είναι σκληρό σαν πέτρα;

ανάγερτος